Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γράφω κάτι

  • 1 απάνω

    1. επίρρ.
    1) наверху, вверху; наверх; вверх;

    έλα, είμαι απάνω — поднимись, я наверху;

    πήγαινε απάνω — иди наверх;

    2):

    ως απάνω — доверху;

    τό βάζο γέμισε ως απάνω — банка наполнилась доверху;

    3):

    απάνω από — свыше, больше;

    απάνω από εκατό — больше ста;

    4):

    απάνω πού — или απάνω σε — в тот момент, когда; — как раз (когда);

    απάνω πού τρώγαμε ήρθε — как раз, когда мы ели, он пришёл;

    απάνω στην ώρα — как раз вовремя;

    § απάνω - απάνω поверхностно, не углубляясь;

    2. πρόθ.
    1):

    απάνω εις — или απάνω σε — а) на чём-л., на ком-л.;

    απάνω στο τραπέζι — на столе;

    απάνω στο παιδί — на ребёнка; — на ребёнке; — б) относительно, по поводу чего-л.;

    απάνω σ' αυτό το ζήτημα — относительно этого вопроса;

    2):

    απάνω από (με αιτιατ.) — над чём-л., выше чего-л.;

    απάνω από την πόρτα — над дверью;

    απάνω από το μάτι — выше глаза, над глазом;

    § έχω απάνω μου — иметь при себе (что-л.);

    έχω απάνω στο κεφάλι μου... — мне постоянно надо думать, заботиться о...;

    ρίχνω απάνω μου — накинуть на себя;

    παίρνω κάτι απάνω μου — брать на себя ответственность за что-л.;

    παίρνω απάνω μου — поправляться, прибавлять в весе;

    τό παίρνω απάνω μου — зазнаваться, воображать из себя;

    τον βάζω στο κεφάλι μου απάνω — я ставлю его на голову выше себя;

    τον έχω απάνω απ' το κεφάλι μου — я у него под наблюдением;

    δεν θέλω κανένα απάνω από το κεφάλι μου — я не хочу, чтобы мною кто-либо командовал;

    γράφω κάτι απάνω σε κάποιον — завещать что-л, кому-л., записать что-л, на кого-л.;

    τα κάνω απάνω μου — наложить в штаны;

    απάνω από μάς — этажом выше, над нами;

    τό ένα απάνω στ' άλλο — одна неприятность за другой, беда за бедой; — одно за другим;

    απάνω στο χέρι — под руку;

    μη μιλάς απάνω στο χέρι — не говори под руку;

    απάνω του! — бей-его, ребята!;

    3. επίθ. άκλ. верхний, расположенный выше;

    ο απάνω μαχαλάς — верхний квартал;

    τό απάνω πάτωμα — верхний этаж; — этаж над нами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απάνω

См. также в других словарях:

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • γράφω — έγραψα, γράφ(τ)ηκα, γραμμένος 1. παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις μου, διατυπώνω γραπτά κάτι: Μου έγραψε μια επιστολή με τα παράπονά του. 2. συντάσσω άρθρα, βιβλία, συνθέτω μουσική: Έγραψα ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα. – Έγραψε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεπιγράφω — ΜΑ [επιγράφω] 1. γράφω κάτι κοντά σε μια επιγραφή, δηλαδή διορθώνω 2. γράφω κάτι στο περιθώριο …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγράφω — Α 1. γράφω κάτι εν συνεχεία, μετά από κάτι άλλο («ὁ Μωϋσῆς εὐθὺς τῇ Γενέσει συμπαραγράψας τὴν Ἔξοδον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. παθ. συμπαραγράφομαι αναγράφομαι μαζί άλλους («ὥσπερ κοινωνὸς τῆς προφητείας συμπαραγράφεται», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… …   Dictionary of Greek

  • επιγράφω — επέγραψα, επιγράφηκα και επιγράφτηκα, επιγραμμένος, μτβ. 1. γράφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, χαράζω επιγραφή (ιδίως σε μνημείο). 2. δίνω τίτλο σε σύγγραμμα ή έργο του λόγου γενικά: Πώς επιγράφεις το ποίημά σου; 3. γράφω σε επιστολή το όνομα και τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγράφω — (Μ ξαναγράφω) γράφω κάτι ξανά, γράφω για δεύτερη φορά μσν. στέλνω πάλι γραπτή εντολή …   Dictionary of Greek

  • ποσπαραγράφω — ΜΑ γράφω κάτι ακόμη, προσθέτω κάτι ακόμη σε γραπτό κείμενο («προσπαραγράφουσι... τὸν ἐκ Πλαγγόνος, ἂν σὲ γράφωσιν ἂν δ ἐμέ, τῆς ἐμῆς μητρὸς τὄνομα», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αναστηλιτεύω — (Α ἀναστηλιτεύω) γράφω κάτι σε στήλη για να ανακοινωθεί σε όλους, γνωστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»